- φιλοδικαστής
- φιλοδικαστήςone who likes being a judgemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοδικαστής — ὁ, ΜΑ (ως τίτλος έργου τού Τιμοκλέους) αυτός που τού αρέσει να απονέμει δικαιοσύνη, να έχει το αξίωμα τού δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δικαστής] … Dictionary of Greek
φιλοδικασταί — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικαστῇ — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικαστήν — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)